ομμάτιο(ν)

ομμάτιο(ν)
το (Α ὀμμάτιον)
μικρό μάτι, ματάκι
νεοελλ.
1. οφθαλμός, μάτι
2. ναυτ. μικρός δακτύλιος από δετηρία στα άκρα τών ιστίων για την πρόσδεσή τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού ὄμμα: ὀμμάτ-ιον (> ὀμμάτιν > ὀμμάτι > μάτι*. Ας σημειωθεί ότι τα σύνθ. τού τύπου μαυρομάτης (και κύριο όνομα), γαλανομάτης κ.τ.ό. είναι νεώτερα, από τη λ. μάτι και όχι από το ὄμμα. Άρα το ορθό είναι Μαυρομάτης (μάτι) και όχι Μαυρομμάτης (ὄμμα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • στρείδι — Κοινό όνομα μαλακίων της ομοταξίας των ακέφαλων ή ελασματοβράγχιων που ανήκουν στις οικογένειες των Οστρεϊδών και των Αβικουλιδών. Ένα είδος γνωστό ως περιζήτητη τροφή είναι το λεγόμενο σ. το εδώδιμο (strea edulis), διαδομένο στα παράκτια… …   Dictionary of Greek

  • ψέλιο — το / ψέλιον, ΝΑ, και ψέλι Ν, και ψέλλιον και σπέλιον και αιολ. τ. σπέλλιον και ψίλ(λ)ιον, Α κόσμημα σε σχήμα κρίκου για τον βραχίονα ή για τον καρπό τού χεριού ή και για τα σφυρά τών ποδιών, βραχιόλι νεοελλ. 1. στρ. καθένας από τους ορειχάλκινους …   Dictionary of Greek

  • όμμα — το (ΑΜ ὄμμα, ατος, Α και ὄθμα, αιολ. τ. ὄππα) 1. το αισθητήριο όργανο τής όρασης, ο οφθαλμός, το μάτι («τυφλὸς τά τ ὦτα, τόν τε νοῡν τα τ ὄμματ εἶ...», Σοφ.) 2. μτφ. οπή, δακτύλιος νεοελλ. 1. βλέμμα, ματιά 2. φρ. α) «τυφλοίς όμμασι» με τυφλή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”