- ομμάτιο(ν)
- το (Α ὀμμάτιον)μικρό μάτι, ματάκινεοελλ.1. οφθαλμός, μάτι2. ναυτ. μικρός δακτύλιος από δετηρία στα άκρα τών ιστίων για την πρόσδεσή τους.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού ὄμμα: ὀμμάτ-ιον (> ὀμμάτιν > ὀμμάτι > μάτι*. Ας σημειωθεί ότι τα σύνθ. τού τύπου μαυρομάτης (και κύριο όνομα), γαλανομάτης κ.τ.ό. είναι νεώτερα, από τη λ. μάτι και όχι από το ὄμμα. Άρα το ορθό είναι Μαυρομάτης (μάτι) και όχι Μαυρομμάτης (ὄμμα)].
Dictionary of Greek. 2013.